ετάκην
Смотреть что такое "ετάκην" в других словарях:
ἐτάκην — τήκω melt aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) τήκω melt aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιοτακής — γυιοτακής, ές (Α) 1. αυτός που εξασθενεί τα μέλη τού σώματος 2. εκείνος που έχει εξασθενημένα τα μέλη τού σώματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + τακής < ετάκην, αόρ. τού τήκομαι (πρβλ. τήκω «λειώνω, φθείρω, μαραίνω»] … Dictionary of Greek